- τραπεζίτης
- ο1) банкир; 2) коренной зуб
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τραπεζίτης — ο, ΝΜΑ, και τραπεζείτης και τραπεζήτης και δωρ. τ. τραπεζίτας και βοιωτ. τ. τρεππεδίτας και θηλ. τραπεζῑτις, ίτιδος, Α αυτός που ασχολείται με το εμπόριο τού χρήματος και, στην αρχαία Ελλάδα, αυτός που είχε ως έργο την ανταλλαγή και τον δανεισμό… … Dictionary of Greek
τραπεζίτης — ο 1.ο διευθυντής ή ιδιοκτήτης τράπεζας. 2. αυτός που κάνει τραπεζικές εργασίες, τοκιστής. 3. πίσω δόντι σαγονιού: Μου πονάει ο τραπεζίτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τραπεζίτης — τραπεζί̱της , τραπεζίτης money changer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ТРАПЕЗИТ — • Τραπεζίτης, банкир, который занимался в широких размерах различными денежными операциями, названный так от слова τράπεζα (стол), т. к. он имел свое местопребывание за таким столом в одном из портиков на площади в Афинах; вследствие… … Реальный словарь классических древностей
Συγγρός, Ανδρέας — Τραπεζίτης και εθνικός ευεργέτης (Κωνσταντινούπολη 1828 Αθήνα 1899). Γιος του γιατρού Γεωργιάδη Σ. από τη Χίο, φοίτησε στη σχολή του Θεόφιλου Καΐρη στην Άνδρο και έπειτα τελείωσε τις γυμνασιακές σπουδές του στην Ερμούπολη. Στη συνέχεια εργάστηκε… … Dictionary of Greek
τραπεζῖται — τραπεζίτης money changer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νεκέρ, Ζακ — (Jacques Necker, Γενεύη 1732 – Κοπέ 1804). Γάλλος τραπεζίτης και πολιτικός. Το 1772 εγκατέλειψε τη ζωή των επιχειρήσεων, από την οποία, με βάση την τράπεζα Τελισόν Ν., είχε σχηματίσει μεγάλη περιουσία. Είχε μεγάλη εκτίμηση στους λογοτεχνικούς,… … Dictionary of Greek
τραπεζιτεύω — Α [τραπεζίτης] ασχολούμαι με τραπεζικές εργασίες, είμαι τραπεζίτης … Dictionary of Greek
τραπεζιτικός — ή, ό / τραπεζιτικός, ή, ον, ΝΑ [τραπεζίτης] τραπεζικός (α. «τραπεζιτική επιταγή» β. «Τραπεζιτικός τοῦ Ἰσοκράτους» τίτλος τού 17ου λόγου τού Ισοκράτους γ. «ἡ τραπεζιτική στοά» το περιστύλιο τών τραπεζιτών) αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ τραπεζιτικόν.… … Dictionary of Greek
Εϊνάρ, Ζαν — (Jean Gabriel Eynard, 1775 – 1863). Γαλλοελβετός τραπεζίτης και φιλέλληνας, γνωστός και ως Εϋνάρδος. Ο Ε. συνέβαλε σημαντικά στη βελτίωση των οικονομικών πολλών ιταλικών κρατών και, μετά τη ναπολεόντεια περίοδο, εργάστηκε για την ανασυγκρότηση… … Dictionary of Greek
Χρυσοβελώνης — Επώνυμο οικογένειας από τη Χίο. Πολλά μέλη της έχουν να επιδείξουν σημαντική πατριωτική και άλλη δράση. 1. Γεώργιος (1756 1822). Γιατρός. Σπούδασε ιατρική στην Πίζα και εργάστηκε ως γιατρός στη Χίο, όπου μύησε πολλούς στη Φιλική Εταιρεία. Το 1802 … Dictionary of Greek